sculptural

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sculptural sculpturaux
θηλυκό sculpturale sculpturales

Επίθετο

[επεξεργασία]

sculptural (fr)

  1. σχετικός με τη γλυπτική
  2. που αξίζει να απεικονιστεί με ένα γλυπτό