sculptural
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sculptural | sculpturaux |
θηλυκό | sculpturale | sculpturales |
Επίθετο
[επεξεργασία]sculptural (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sculptural | sculpturaux |
θηλυκό | sculpturale | sculpturales |
sculptural (fr)