secourable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

secourable < secourir + -able

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
secourable secourables

secourable (fr) αρσενικό ή θηλυκό