αρωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρωγός | οι | αρωγοί |
γενική | του | αρωγού | των | αρωγών |
αιτιατική | τον | αρωγό | τους | αρωγούς |
κλητική | αρωγέ | αρωγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρωγός αρσενικό