Μετάβαση στο περιεχόμενο

sector

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sector sectors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sector (es)

  1. ο τομέας
      She works in the finance sector.
    Εργάζεται στον τομέα των χρηματοοικονομικών.
  2. (υλικό υπολογιστή) ο τομέας μαγνητικού ή οπτικού δίσκου

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

(πληροφορική)



ενικός πληθυντικός
sector sectors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sector (es) αρσενικό

  1. ο τομέας