sekretari-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sekretari- < γαλλική secrétaire, αγγλική secretary, γερμανική Sekretär
Ρίζα[επεξεργασία]
sekretari- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: γραμματέας