Μετάβαση στο περιεχόμενο

sekretari-

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sekretari- < γαλλική secrétaire, αγγλική secretary, γερμανική Sekretär

sekretari- (eo)

Παράγωγα

[επεξεργασία]