sekretari-
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sekretari- < γαλλική secrétaire, αγγλική secretary, γερμανική Sekretär
Ρίζα
[επεξεργασία]sekretari- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: γραμματέας