seks işçisi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

seks işçisi < seks (σεξ) + işçi (εργάτης, εργάτρια)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɛcs iʃt͡ʃiˈsi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

seks işçisi (tr)

Κλίση[επεξεργασία]