σεξεργάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεξεργάτης οι σεξεργάτες
      γενική του σεξεργάτη των σεξεργατών
    αιτιατική τον σεξεργάτη τους σεξεργάτες
     κλητική σεξεργάτη σεξεργάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεξεργάτης < σεξ + εργάτης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sex worker)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /seks.eɾˈɣa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεξ‐ερ‐γά‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεξεργάτης αρσενικό (θηλυκό σεξεργάτρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]