σεξεργάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεξεργάτης < σεξ + εργάτης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sex worker)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /seks.eɾˈɣa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σεξ‐ερ‐γά‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεξεργάτης αρσενικό (θηλυκό σεξεργάτρια)
- (επάγγελμα) πρόσωπο που εκδίδεται εκούσια με σκοπό την αμοιβή
- ※ Η 2η Ιουνίου είναι αφιερωμένη στην Παγκόσμια Ημέρα σεξεργατών και σεξεργατριών (και όχι ιερόδουλων!) και στα δικαιώματά τους.
- «Παγκόσμια Ημέρα Σεξεργατών/τριών», / authorsgr.com (2 Ιουνίου 2021)· πρόσβαση: 2022-02-25.
- ※ αυτός ήταν ένας από τους λόγους που το ΔΕΣ επέλεξε για τον τίτλο του τη λέξη «σεξεργαζόμενος» αντί του «σεξεργάτης». Ο άλλος ήταν ότι «θέλαμε η γενική πληθυντικού να καλύπτει τα πάντα, να έχουμε μια πιο συμπεριληπτική γλώσσα όσον αφορά το φύλο σε σχέση με το δίπολο “σεξεργάτης/σεξεργάτρια” (Δίκτυο Ενδυνάμωσης Σεξεργαζομένων: Ένα σωματείο θέλει να αλλάξει τον τρόπο που μιλάμε – και σκεφτόμαστε – για τη σεξεργασία, in.gr, 15/2/2022 [1])
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις σεξεργασία, σεξ και εργάτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεξεργάτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)