sekskuniĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα sekskuniĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | sekskuniĝas | sekskuniĝanta | sekskuniĝata |
αόριστος | sekskuniĝis | sekskuniĝinta | sekskuniĝita |
μέλλοντας | sekskuniĝos | sekskuniĝonta | sekskuniĝota |
υποθετική | sekskuniĝus | - | - |
προστακτική | sekskuniĝu | - | - |
sekskuniĝi (eo)
- κάνω έρωτα