semáforo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
semáforo | semáforos |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
semáforo (es) αρσενικό
- σηματοδότης, το κόκκινο/κίτρινο/πράσινο φως σε ένα δρόμο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
semáforo | semáforos |
semáforo (es) αρσενικό