semaine sainte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sə.mɛn⋅sɛ̃t/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
semaine sainte θηλυκό
- (θρησκεία, Χριστιανισμός) Μεγάλη Εβδομάδα· (κυριολεκτικά) Αγία Εβδομάδα