seniority
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]seniority (en)
- τα πρεσβεία, η αρχαιότητα στην υπηρεσία
- ⮡ the respect due to seniority - ο σεβασμός που οφείλεται στα πρεσβεία
Πηγές
[επεξεργασία]- seniority - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 732. ISBN 9780194325684., λήμμα: πρεσβεία2