πρεσβεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρεσβεία | οι | πρεσβείες |
γενική | της | πρεσβείας | των | πρεσβειών |
αιτιατική | την | πρεσβεία | τις | πρεσβείες |
κλητική | πρεσβεία | πρεσβείες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾɛˈzvi.a/
- συλλαβισμός : πρε‐σβεί‐α
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- πρεσβεία < (λόγιο) αρχαία ελληνική πρεσβεία[1] < πρέσβυς (ηλικιωμένος, σεβαστός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρεσβεία θηλυκό
- (πολιτική) η διπλωματική αντιπροσωπεία μιας χώρας σε μια άλλη χώρα
- Η γυναίκα μου εργάζεται στην ελληνική πρεσβεία.
- (συνεκδοχικά) το κτήριο στο οποίο εδρεύει αυτή η αντιπροσωπεία
- Οι πρεσβείες βρίσκονται πάντα στη πρωτεύουσα της χώρας.
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρεσβεία
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πρεσβεία | ||
γενική | των | πρεσβείων | ||
αιτιατική | τα | πρεσβεία | ||
κλητική | πρεσβεία | |||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- πρεσβεία < (λόγιο) αρχαία ελληνική πρεσβεῖα < πληθυντικός του πρεσβεῖον[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρεσβεία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οτιδήποτε δίνεται σε μορφή προνομίου σε άτομα μεγάλης ηλικίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρεσβεία
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 «πρεσβεία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς ενικό
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)