sexagénaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sexagénaire sexagénaires

sexagénaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sexagénaire sexagénaires

sexagénaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]