sexagénaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sexagénaire | sexagénaires |
sexagénaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει ηλικία από εξήντα έως και εξήντα εννιά ετών, εξηκοντούτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sexagénaire | sexagénaires |
sexagénaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει ηλικία από εξήντα έως και εξήντα εννιά ετών, εξηκοντούτης