shrewdly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

shrewdly < shrewd + -ly

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈʃruːd.li/

Επίρρημα[επεξεργασία]

shrewdly (en)

  1. πονηρά, έξυπνα
     συνώνυμα: cleverly
    she shrewdly predicted the stock market crash. - προέβλεψε έξυπνα το χρημαστιριακό κραχ