shrug

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shrug (en)

  1. το σήκωμα των ώμων μεταφέροντας ποικίλα νοήματα ανάλογα με τις συνθήκες

Ρήμα[επεξεργασία]

shrug (en)

  1. ανασηκώνω τους ώμους σε ένδειξη αδιαφορίας ή αβεβαιότητας