shrug
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shrug (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
shrug (en)
- ανασηκώνω τους ώμους σε ένδειξη αδιαφορίας ή αβεβαιότητας