Μετάβαση στο περιεχόμενο

sidération

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sidération sidérations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sidération (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη sidérer