silgi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- silgi < silmek
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
silgi (tr)
- η σβήστρα, η γομολάστιχα, η γόμα