sit-in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sit-in sit-ins

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sit-in (en)

  • η κατάληψη, μια διαμαρτυρία κατά την οποία μια ομάδα εργαζομένων, φοιτητών κτλ. αρνούνται να εγκαταλείψουν το εργοστάσιό τους, το κολέγιο κτλ. μέχρι ο κόσμος να ακούσει τα αιτήματά τους
    The student sit-ins ended.
    Έληξαν οι μαθητικές καταλήψεις.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • sit-in στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]