slag
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
slag (en)
- άχρηστο αφρώδες-υαλοπετρώδες παραπροϊόν εξαγωγής μετάλλου από λιωμένο ορυκτό
- ξέκωλο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
slag (sv)
- η μάχη