smelt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | smelt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smelts |
αόριστος | smelted |
παθητική μετοχή | smelted |
ενεργητική μετοχή | smelting |
Ρήμα[επεξεργασία]
smelt (en)
- λιώνω πετρώδες ορυκτό για να εξάγω μετάλλευμα (η διαδικασία παράγει και αφρώδες άχρηστο πέτρωμα)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
smelt (en)