smelting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

smelting (en)

  • σύντηξη, λιώσιμο μεταλλικού πετρώματος προς εξαγωγή μεταλλεύματος

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

smelting (en)