smelting
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]smelting (en)
- σύντηξη, λιώσιμο μεταλλικού πετρώματος προς εξαγωγή μεταλλεύματος
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]smelting (en)
smelting (en)
smelting (en)