sleeve
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sleeve | sleeves |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sleeve (en)
- το μανίκι
- ⮡ a shirt with long sleeves - πουκάμισο με μακριά μανίκια
- το εξώφυλλο, η θήκη για CD, δίσκο γραμμόφωνου κτλ.