Μετάβαση στο περιεχόμενο

sleeve

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sleeve sleeves

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sleeve (en)

  1. το μανίκι
      a shirt with long sleeves - πουκάμισο με μακριά μανίκια
  2. το εξώφυλλο, η θήκη για CD, δίσκο γραμμόφωνου κτλ.

Συγγενικά

[επεξεργασία]