slink
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | slink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slinks |
αόριστος | slunk, slinked, slank |
παθητική μετοχή | slunk, slinked, slank |
ενεργητική μετοχή | slinking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]slink (en)
- περνώ κρυφά