sneeze
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sneeze | sneezes |
sneeze (en)
- το φτάρνισμα
- ⮡ I stifled a sneeze.
- Έπνιξα ένα φτάρνισμα.
- ⮡ I stifled a sneeze.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sneeze |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sneezes |
αόριστος | sneezed |
παθητική μετοχή | sneezed |
ενεργητική μετοχή | sneezing |
sneeze (en)
- φταρνίζομαι
- ⮡ He has a cold and is sneezing non-stop.
- Είναι κρυωμένος και φταρνίζεται συνέχεια.
- ⮡ He has a cold and is sneezing non-stop.