Μετάβαση στο περιεχόμενο

sneeze

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sneeze sneezes

sneeze (en)

ενεστώτας sneeze
γ΄ ενικό ενεστώτα sneezes
αόριστος sneezed
παθητική μετοχή sneezed
ενεργητική μετοχή sneezing

sneeze (en)

  • φταρνίζομαι
      He has a cold and is sneezing non-stop.
    Είναι κρυωμένος και φταρνίζεται συνέχεια.