φτάρνισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτάρνισμα τα φταρνίσματα
      γενική του φταρνίσματος των φταρνισμάτων
    αιτιατική το φτάρνισμα τα φταρνίσματα
     κλητική φτάρνισμα φταρνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτάρνισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτάρνισμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα του φταρνίζομαι, αντανακλαστική λειτουργία του ανώτερου αναπνευστιού συστήματος που κατόπιν ερεθίσματος προκαλεί μυικό σπασμό για έξοδο αέρος ή ουσιών από το όλο σύστημα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]