Μετάβαση στο περιεχόμενο

éternuement

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
éternuement éternuements

éternuement (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]