Μετάβαση στο περιεχόμενο

sniper

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sniper (en)



      ενικός         πληθυντικός  
sniper snipers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sniper (fr) αρσενικό