Μετάβαση στο περιεχόμενο

sodomite

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sodomite < εκκλησιαστική λατινική sodomita

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɔ.dɔ.mit/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sodomite sodomites

sodomite (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]