Μετάβαση στο περιεχόμενο

solennité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
solennité solennités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

solennité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]