solicitation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

solicitation < solicit

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

solicitation (en)

  1. παράκληση
  2. η ενέργεια με την οποία κάποιος προσπαθεί να πείσει κάποιον άλλον να διαπράξει παράνομη πράξη
  3. η πορνεία στο δρόμο, το ψωνιστήρι