solicit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

solicit (en)

  1. ζητώ, παρακαλώ, εκλιπαρώ
    • προσπαθώ να κερδίσω την ψήφο κάποιου
  2. πλησιάζω κάποιον και προσπαθώ να τον πείσω να συμμετέχει σε παράνομη πράξη

Συγγενικά

[επεξεργασία]