solicitor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

solicitor < solicit

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

solicitor (en)

  1. δικηγόρος
  2. (στη Β. Αμερική) πλασιέ, κάποιος που προσπαθεί να επιτύχει πωλήσεις από πόρτα σε πόρτα