Μετάβαση στο περιεχόμενο

soluzione

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
soluzione soluzioni

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

soluzione (it) θηλυκό

  1. η λύση
  2. το διάλυμα