sommet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sommet | sommets |
sommet (fr) θηλυκό
- (γεωγραφία) η κορυφή, η βουνοκορφή, η κορφή
- η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα