somnolence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
somnolence somnolences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

somnolence (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]