sortable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sortable | sortables |
Επίθετο
[επεξεργασία]sortable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) αρμόζων, ταιριαστός
- που μπορεί να εμφανιστεί δημοσία, παρουσιάσιμος