soulagement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
soulagement | soulagements |
soulagement (fr) αρσενικό
- η ανακούφιση, το ξελάφρωμα, η λύτρωση, ο λυτρωμός, η ξαλάφρωση