ξελάφρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξελάφρωμα ουδέτερο
- ανακούφιση από ένα βάρος, σωματικό ή ψυχικό, κυρίως το πρώτο
→ δείτε τη λέξη ξαλάφρωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξελάφρωμα