souverainiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
souverainiste | souverainistes |
souverainiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (Κεμπέκ) οπαδός της ανεξαρτησίας του Κεμπέκ
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
souverainiste | souverainistes |
souverainiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την ανεξαρτησία του Κεμπέκ