spéculation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spéculation | spéculations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spéculation (fr) θηλυκό
- η κερδοσκοπία, η σπέκουλα
ενικός | πληθυντικός |
spéculation | spéculations |
spéculation (fr) θηλυκό