Μετάβαση στο περιεχόμενο

spéculation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
spéculation spéculations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spéculation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]