spéculer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
spéculer (fr)
- κερδοσκοπώ
- (μεταφορικά) υπολογίζω πάνω σε κάποιον ή κάτι για να πετύχω έναν σκοπό
- Il a l'habitude de spéculer sur la naïveté de ses partenaires. - Συνηθίζει να υπολογίζει στην αφέλεια των εταίρων του.