Μετάβαση στο περιεχόμενο

spekti

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spekti < spekt- + -i
ρήμα spekti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας spektas spektanta spektata
αόριστος spektis spektinta spektita
μέλλοντας spektos spektonta spektota
υποθετική spektus - -
προστακτική spektu - -

spekti (eo)