sperma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sperma | spermi |
sperma (it)
- σπέρμα (το υγρό που περιέχει τα σπερματοζωάρια)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sperma | spermi |
sperma (it)