sperti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sperti < spert- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα sperti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας spertas spertanta spertata
αόριστος spertis spertinta spertita
μέλλοντας spertos spertonta spertota
υποθετική spertus - -
προστακτική spertu - -

sperti (eo)

  1. μαθαίνω με την εμπειρία
  2. αισθάνομαι, καταλαβαίνω