spezi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spezi < spez- + -i
ρήμα spezi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας spezas spezanta spezata
αόριστος spezis spezinta spezita
μέλλοντας spezos spezonta spezota
υποθετική spezus - -
προστακτική spezu - -

spezi (eo)