Μετάβαση στο περιεχόμενο

sphincter

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sphincter sphincters

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sphincter (fr) αρσενικό