spirale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spirale spirales

spirale (fr) θηλυκό

  1. το σπιράλ

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spirale spirales

spirale (fr) θηλυκό

  1. θηλυκό του spiral