spiral
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]spiral (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]spiral (en)
- κινούμαι σε σπειροειδή, ελικοειδή τροχιά, περιελίσσομαι
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | spiral | spiraux |
θηλυκό | spirale | spirales |
spiral (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη spire