Μετάβαση στο περιεχόμενο

stéréoscopique

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ste.ʁe.ɔs.kɔ.pik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stéréoscopique stéréoscopiques

stéréoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό