stagger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stagger (en)
- βάδισμα με δυσκολία (λόγω μέθης)
Ρήμα[επεξεργασία]
stagger (en)